- τιμοκρατικοῦ
- τῑμοκρατικοῦ , τιμοκρατικόςofmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τιμοκράτης — ὁ, Α άρχων κατά τη διάρκεια ισχύος τιμοκρατικού πολιτεύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + κράτης (< κράτος), πρβλ. δημο κράτης] … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek